- ξεφούσκωμα
- το [ξεφουσκώνω]1. αφαίρεση τού αέρα που περιέχεται σε κάτι2. ελάττωση τού όγκου με αφαίρεση τού αέρα3. ανακούφιση από φούσκωμα τού στομάχου, ξαλάφρωμα4. μτφ. ανακούφιση από θυμό, από οργή, από κόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεφούσκωμα — το, ατος 1. το άδειασμα πράγματος από αέρα: Η γκάιντα παίζει με το ξεφούσκωμά της. 2. ανακούφιση. 3. ξέσπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκπνευση — η (AM ἔκπνευσις) 1. εκπνοή 2. ξεφούσκωμα, ξεθύμασμα … Dictionary of Greek